- μίκρουρος
- οζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών τής Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… … Dictionary of Greek